- αγριμολογώ
- αγριμολόγησα, κυνηγώ άγρια ζώα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγριμολογώ — ( άω) [αγριμολόγος] (στην Κρήτη) κυνηγώ αιγάγρους … Dictionary of Greek